- πατραλίτωρ
- πατρ-ᾰλίτωρ [pron. full] [ῐ], ορος, ὁ,A one who sins against a father, dub. in Tz.H. 6.443.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατραλίτωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που αμαρτάνει απέναντι στον πατέρα του («πατραλίτορα γαμβρόν» [διόρθ. πατραλιτήριον], Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + θ. ἀλιτ τού ἀλιταίνω «προσβάλλω, σφάλλω» + επίθημα ωρ] … Dictionary of Greek